- ενισπείρω
- ἐνισπείρω (Α)επικ. τ. τού ενσπείρω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενσπείρω — (AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) [σπείρω] διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό») μσν. εμφυτεύω αρχ. σπείρω σ έναν τόπο … Dictionary of Greek